συναποσπώ

συναποσπώ
-άω, Α
αποσπώ κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

  • συναπορρήγνυμι — ΜΑ συναποσπῶ* αρχ. μέσ. συναπορρήγνυμαι εκδιώκομαι με βίαιο τρόπο («συναπορρήγνυνται δὲ καὶ οἱ τούτῳ μᾱλλον τῶν ἄλλων ἀρχιερέων φιλούμενοι», Γρηγ Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπορρήγνυμι «αποκόπτω, αποσπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”